Η μέτρηση της οιστριόλης στο σάλιο χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη του πρόωρου τοκετού σε έγκυες γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο. Σε μη έγκυες γυναίκες χρησιμοποιείται συνήθως για την παρακολούθηση των επιπέδων της ορμόνης στις περιπτώσεις χρήσης συμπληρωμάτων που περιέχουν οιστριόλη κατά την ορμονική υποκατάσταση.
Περισσότερες Πληροφορίες
Η οιστριόλη είναι μια γυναικεία στεροειδής ορμόνη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εγκυμοσύνη και την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Η ορμόνη DHEA-S που παράγεται στα επινεφρίδια του αναπτυσσόμενου εμβρύου μεταβολίζεται στο ήπαρ του εμβρύου προς 16α-υδροξυ-DHEA-S και η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε οιστριόλη στον πλακούντα. Μέχρι το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, περίπου το 90% της παραγόμενης οιστριόλης προέρχεται από την εμβρυϊκή DHEA-S. Τα επίπεδα της κυκλοφορούσας οιστριόλης της μητέρας αυξάνονται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, φθάνοντας στο μέγιστο επίπεδο κατά το τρίτο τρίμηνο. Η παραγωγή οιστριόλης εξαρτάται από την ακεραιότητα της εμβρυοπλακουντιακής μονάδας. Η μέτρηση των επιπέδων της οιστριόλης στη σίελο της μητέρας έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της κατάστασης του εμβρύου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η μέτρηση της οιστριόλης χρησιμοποιείται επίσης ως μέρος διαφόρων τεστ (τριπλό και τετραπλό) για την ανίχνευση ορισμένων γενετικών διαταραχών στο έμβρυο (π.χ. σύνδρομο Down, δισχιδής ράχη κλπ.).
Ο φυσιολογικός ρόλος της οιστριόλης σε μη έγκυες γυναίκες δεν είναι απόλυτα κατανοητός και βρίσκεται υπό διερεύνηση. Όσον αφορά την οιστρογονική δράση, η οιστριόλη γενικά είναι λιγότερο ισχυρή από την οιστραδιόλη ή την οιστρόνη. Σε μη έγκυες γυναίκες, τα επίπεδα της οιστριόλης είναι παρόμοια σε προ-εμμηνοπαυσιακές και μετά-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και είναι επίσης παρόμοια με τα επίπεδα της ορμόνης στους άνδρες.
Οι μεταβολές στα επίπεδα της οιστριόλης και των άλλων οιστρογόνων πιθανόν να έχουν σχέση με την εμφάνιση διαφόρων μορφών καρκίνου. Η οιστριόλη φαίνεται επίσης να έχει σχέση με ορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, καθώς οι έγκυες γυναίκες παρουσιάζουν σημαντική μείωση των συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου της εγκυμοσύνης. Η οιστριόλη παίζει ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού των οστών, στον μεταβολισμό των λιπιδίων και λειτουργεί προστατευτικά στα νευρικά κύτταρα (νευροστεροειδής ορμόνη).
Εξαιτίας της ασθενούς οιστρογονικής της δράσης, η οιστριόλη προτιμάται μερικές φορές για ενδοκολπική χρήση ως μια εναλλακτική λύση στη συστηματική θεραπεία με οιστρογόνα κατά τη θεραπεία της ατροφίας του κόλπου σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Χρησιμοποιείται επίσης σε αντιγηραντικές κρέμες για την τοπική αντικατάσταση των οιστρογόνων στο δέρμα που χάνονται με την πρόοδο της ηλικίας.
Στο αίμα η πλειοψηφία της οιστριόλης βρίσκεται δεσμευμένη στις πρωτεΐνες του ορού, με το 14-16% να παραμένει αδέσμευτο. Η μη δεσμευμένη οιστριόλη εισέρχεται στο σάλιο από το αίμα μέσω ορισμένων ενδοκυτταρικών μηχανισμών και οι συγκεντρώσεις της οιστριόλης στο σάλιο προσεγγίζουν τα επίπεδα τις μη δεσμευμένης οιστριόλης στο πλάσμα. Στην σάλιο δεν υπάρχει ουσιαστικά δέσμευση της οιστριόλης με πρωτεΐνες. Η συσχέτιση των μετρήσεων οιστριόλης σε δείγματα ορού και σάλιου είναι εξαιρετικά υψηλή.
Οι μετρήσεις των ορμονών στο σάλιο αποτελούν μια άριστη επιλογή, επειδή η συλλογή του δείγματος είναι μη επεμβατική και εύκολη, χωρίς τις πιθανές επιπλοκές και την ταλαιπωρία της αιμοληψίας, ενώ εξασφαλίζεται απόλυτα η ευαισθησία και η ακρίβεια των μετρήσεων.