Η μέτρηση του ενδοκυττάριου μαγνησίου χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των πραγματικών επιπέδων του μετάλλου εντός των κυττάρων και πραγματοποιείται με τη μέτρηση της συγκέντρωσης του μαγνησίου εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC).
Περισσότερες Πληροφορίες
Η μέτρηση των επιπέδων μαγνησίου (Mg) χρησιμοποιείται ως δείκτης για την μεταβολική δραστηριότητα του σώματος (όπως ο μεταβολισμός των υδατανθράκων, η πρωτεϊνική σύνθεση, η σύνθεση των νουκλεϊνικών οξέων, η συστολή του μυϊκού ιστού) και της νεφρικής λειτουργίας, επειδή το 95% του μαγνησίου που διηθείται μέσω των σπειραμάτων επαναρροφάται στα νεφρικά σωληνάρια. Το περισσότερο από το μαγνήσιο του σώματος, το οποίο είναι ένας ηλεκτρολύτης, συγκεντρώνεται στα οστά, τους χόνδρους και στα ίδια τα κύτταρα. Επιπλέον, το μαγνήσιο είναι απαραίτητο στον μηχανισμό πήξης του αίματος. Το μαγνήσιο ρυθμίζει τη νευρομυϊκή ερεθιστικότητα, δρα ως συμπαράγοντας που τροποποιεί την δραστηριότητα πολλών ενζύμων και έχει σημαντική επίδραση στο μεταβολισμό του ασβεστίου. Το μαγνήσιο μαζί με το κάλιο αποτελούν τα σημαντικότερα ενδοκυττάρια κατιόντα.
Τα συμπτώματα της υπερμαγνησιαιμίας περιλαμβάνουν λήθαργο, υπνηλία, έξαψη, ναυτία, έμετο, διαταραχές ομιλίας, υπόταση, αδυναμία ή απουσία τενόντιων αντανακλαστικών, αλλαγές στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (όπως η παράταση του διαστήματος PR και QT, διεύρυνση του QRS, βραδυκαρδία), αναπνευστική καταστολή.
Τροφές πλούσιες σε μαγνήσιο είναι τα θαλασσινά, τα κρεατικά, τα πράσινα λαχανικά, τα δημητριακά ολικής αλέσεως και οι ξηροί καρποί. Η υπερβολική πρόσληψη φωσφορικών εμποδίζει την απορρόφηση τόσο του μαγνησίου όσο και του ασβεστίου.
Η συγκέντρωση του μαγνησίου στον ορό παρέχει μόνο μια κατά προσέγγιση εκτίμηση για την επάρκεια ή την ανεπάρκεια του μαγνησίου. Η υπομαγνησιαιμία υποδηλώνει αρκετά αξιόπιστα την έλλειψη μαγνησίου, αλλά η απουσία υπομαγνησιαιμίας δεν μπορεί να αποκλείσει τη σημαντική ανεπάρκεια του μαγνησίου. Η συγκέντρωση του μαγνησίου στον ορό δεν συσχετίζεται με οποιαδήποτε δεξαμενή ιόντων μαγνησίου εκτός από το διάμεσο υγρό.
Η μέτρηση του ενδοκυττάριου μαγνησίου μπορεί να ανιχνεύσει την ανεπάρκεια του στοιχείου νωρίτερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με την τυπική εξέταση του μαγνησίου στον ορό του αίματος. Η μέτρηση του ενδοκυττάριου μαγνησίου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική σε ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα ανεπάρκειας μαγνησίου, αλλά έχουν φυσιολογικά επίπεδα κατά τη μέτρηση του μαγνησίου στον ορό. Η μέτρηση του ενδοκυττάριου μαγνησίου μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την πληρέστερη ανάλυση των επιπέδων του μαγνησίου στον οργανισμό και ιδιαίτερα σε ασθενείς που λαμβάνουν συμπληρώματα που περιέχουν μαγνήσιο.
Μέτρηση Ενδοκυττάριων Ιχνοστοιχείων
Η μέτρηση των ενδοκυττάριων μετάλλων και ιχνοστοιχείων μέσω της μέτρησής τους εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC), είναι μια εξαιρετική μέθοδος για την εκτίμηση της ανεπάρκειας ή της περίσσειας των στοιχείων με σημαντικές λειτουργίες εντός των κυττάρων ή εντός των κυτταρικών μεμβρανών. Η μέτρηση των ενδοκυττάριων μετάλλων και ιχνοστοιχείων χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της κατάστασης των βασικών στοιχείων με σημαντικές ενδοκυττάριες λειτουργίες όπως το κάλιο, το μαγνήσιο, ο χαλκός, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος.