Τα βαρέα μέταλλα βρίσκονται παντού στο περιβάλλον και μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στην ανθρώπινη υγεία. Τα βαρέα μέταλλα μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στο καρδιαγγειακό, στο γαστρεντερικό σύστημα, στους πνεύμονες, στα νεφρά, στο ήπαρ, στους ενδοκρινείς αδένες και στα οστά. Εκτός από τις άμεσου τύπου και τοξικές επιδράσεις, ορισμένα μέταλλα μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση αντιδράσεων υπερευαισθησίας («αλλεργία» ή επιβραδυνομένου τύπου υπερευαισθησία τύπου IV) σε ευαίσθητα άτομα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση αντιδράσεων από το δέρμα, τους ενδοκρινείς αδένες και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο έλεγχος του σάλιου για μέταλλα μπορεί να εντοπίσει ποια μέταλλα από τα σφραγίσματα ή τις άλλες μεταλλικές οδοντιατρικές προσθήκες (π.χ. κορώνες), απελευθερώνονται στο σάλιο.
Βαρέα Μέταλλα στο Σάλιο
Ανάλογα με την σύνθεση, την κατάσταση, τη θέση και το μέγεθός τους, τα μεταλλικά οδοντικά υλικά αποκατάστασης μπορούν να απελευθερώσουν διάφορες ποσότητες μετάλλων στην σάλιο και τους περιβάλλοντες ιστούς, εξαιτίας της φθοράς και της διάβρωσης τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να προκαλέσει τοπική ή ακόμη και γενικευμένη φλεγμονή των ούλων. Επειδή τα μέταλλα στο σάλιο καταλήγουν στον γαστρεντερικό σωλήνα, ο βλεννογόνος του γαστρεντερικού είναι εκτεθειμένος και μπορεί επίσης να ερεθιστεί.
Πέρα όμως από την τοπική τους δράση, η συνεχόμενη έκθεση του εντέρου σε αυξημένες συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων, αυξάνει τον κίνδυνο απορρόφησης και εμφάνισης συστηματικών εκδηλώσεων. Η χρόνια έκθεση στα μέταλλα θεωρείται παράγοντας για την ανάπτυξη πολλών χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων. Η σύνδεση της έκθεσης με καταστάσεις όπως το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, η αρτηριακή υπέρταση και διάφορες νευρολογικές διαταραχές έχει πλέον εδραιωθεί. Εκτός από το μέγεθος της έκθεσης στα βαρέα μέταλλα, η ατομική ευαισθησία του ασθενούς είναι επίσης σημαντική για τον τύπο και το βαθμό των συμπτωμάτων.
Τα βαρέα μέταλλα ασκούν τη δράση τους στο σώμα με δύο τρόπους. Πρώτον, ακόμη και πολύ μικρές συγκεντρώσεις του μετάλλου μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας (τύπου IV ανοσολογική απόκριση). Η μόνιμη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκύπτει από την συνεχή έκθεση στα μέταλλα, μπορεί να περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της χρόνιας φλεγμονής, όπως αύξηση των τοπικών φλεγμονωδών διεργασιών, αυτοάνοσες αντιδράσεις και κόπωση. Δεύτερον, μέταλλα όπως ο υδράργυρος, το κάδμιο και το παλλάδιο έχουν τοξικές επιδράσεις ακόμα και σε χαμηλές δόσεις και αναστέλλουν πολλές μεταβολικές διεργασίες των κυττάρων. Ακόμα και πολύ χαμηλές (υπο-τοξικές) συγκεντρώσεις πιθανόν να έχουν κλινική σημασία, επειδή οι πολλαπλές πηγές έκθεσης (από τρόφιμα και νερό), μπορεί να ενισχύσουν την τοξική δράση του μετάλλου. Οι τοξικές επιδράσεις και η αλλεργική ευαισθητοποίηση στα μέταλλα εμφανίζονται ανεξάρτητα.
Σε ποιους απευθύνεται ο έλεγχος του Σάλιου για παρουσία Βαρέων Μετάλλων;
Μελέτες σε πειραματόζωα αλλά και επιδημιολογικές μελέτες σε ανθρώπους υποστηρίζουν ότι η χρόνια έκθεση σε βαρέα μέταλλα μπορεί να προκαλέσει μεταξύ άλλων:
- Σύνδρομο Διάσπασης Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ADHD)
- Αυτιστικού τύπου διαταραχές
- Κατάθλιψη και διαταραχές της διάθεσης
- Σκλήρυνση κατά πλάκας
- Νευροεκφυλιστικά νοσήματα (νόσος Parkinson και νόσος Alzheimer)
- Χρόνια κόπωση και αίσθημα μειωμένης ενέργειας
- Υπογονιμότητα
- Καταρράκτη
- Υπέρταση
- Επιβραδυνομένου τύπου υπερευαισθησίες τύπου IV, όπως:
- Ψωρίαση
- Έκζεμα
- Σκλήρυνση κατά πλάκας
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- Σύνδρομο Sjogren
- Θυρεοειδίτιδα
- Γαστρεντερικές διαταραχές
- Ινομυαλγία
- Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης
Ο έλεγχος του σάλιου για μέταλλα είναι ένας χρήσιμος τρόπος για την αξιολόγηση της έκθεσης του οργανισμού σε διάφορα βαρέα μέταλλα εξαιτίας της παρουσίας οδοντικών σφραγισμάτων ή άλλων οδοντιατρικών προθέσεων στο στόμα. Η παρουσία συγκεκριμένων μετάλλων μπορεί να δικαιολογήσει την παρουσία τοπικών στοματικών αντιδράσεων (π.χ. ομαλός λειχήνας, εξελκώσεις κλπ.). Ωστόσο, μόνο επειδή ο έλεγχος του σάλιου δείχνει αυξημένα επίπεδα βαρέων μετάλλων, δεν σημαίνει κατ 'ανάγκην ότι τα επίπεδα τους είναι υψηλά και στο υπόλοιπο σώμα. Για το λόγο αυτό, συνιστάται να γίνεται επίσης έλεγχος και κάποιου άλλου βιολογικού υλικού για βαρέα μέταλλα (τρίχες ή νύχια, αίμα, ούρα). Αν και αυτός ο έλεγχος είναι θετικός, δείχνει ότι τα μέταλλα που ανιχνεύονται στο σάλιο, απορροφώνται από τον οργανισμό.
Πρωταρχικός στόχος της προληπτικής ιατρικής είναι η αποφυγή ή η απομάκρυνση από την έκθεση σε τοξικές ουσίες. Ο έλεγχος του σάλιου για μέταλλα προσφέρει μια άμεση απόδειξη της έκθεσης εξαιτίας της φθοράς των οδοντικών σφραγισμάτων και τα αποτελέσματα μπορεί να βοηθήσουν στις κατάλληλες προληπτικές και θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Ο προσδιορισμός των μετάλλων γίνεται με την μέθοδο ICP-MS (Inductively Coupled Plasma Mass Spectrometry, Φασματομετρία Μάζας σε Επαγωγικά Συζευγμένο Πλάσμα Αργού), μιας μεθόδου που παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανίχνευσης πολλών μετάλλων. Η ευαισθησία και η ακρίβεια της είναι σημαντικά καλύτερη σε σύγκριση με τη συμβατική μέθοδο της ατομικής απορρόφησης, έχοντας την ικανότητα να μετράει μέταλλα σε συγκεντρώσεις μέχρι 1 στα 1015 (1 στα 1 τετράκις εκατομμύρια, ppq)!